- ξεχορταριάζω
- ξεριζώνω τα άγρια και άχρηστα χορτάρια από καλλιεργήσιμη γη, βοτανίζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε)-* + χορταριάζω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξεχορταριάζω — ξεχορταριάζω, ξεχορτάριασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξεχορταριάζω — ξεχορτάριασα, ξεχορταριάστηκα, ξεχορταριασμένος, βγάζω, ξεριζώνω τα άγρια χόρτα από κάπου, βοτανίζω, ξεβοτανίζω: Ξεχορταριάσαμε τον κήπο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βλαστολογώ — ( άω) (AM βλαστολογῶ, έω) κόβω βλαστούς από δέντρο ή άλλο φυτό μσν. νεοελλ. ξεχορταριάζω, βοτανίζω … Dictionary of Greek
ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… … Dictionary of Greek
ξεχορτάριασμα — το [ξεχορταριάζω] ξερίζωμα τών άγριων και άχρηστων χορταριών από καλλιεργήσιμη γη, βοτάνισμα, ξεβοτάνισμα … Dictionary of Greek
ξεχορταριαστής — ο [ξεχορταριάζω] αυτός που ξεχορταριάζει, που ξεβοτανίζει αγρό ή κήπο … Dictionary of Greek
χορταρίζω — Ν [χορτάρι] 1. χορταριάζω 2. ξεριζώνω χόρτα, ξεχορταριάζω … Dictionary of Greek
βοτανίζω — ισα, ίστηκα, βοτανισμένος, μαζεύω, ξεριζώνω τα ζιζάνια από καλλιεργημένο χωράφι, ξεχορταριάζω: Κάθε άνοιξη βοτανίζουμε τ’ αμπέλι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεβοτανίζω — ξεβοτάνισα, ξεβοτανίστηκα, ξεβοτανισμένος, ξεριζώνω τα βλαβερά χορτάρια από καλλιεργημένη έκταση, αλλ. ξεχορταριάζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)